γονατίζω

γονατίζω
(AM γονατίζω) [γόνυ]
1. γονυπετώ, πέφτω στα γόνατα, στηρίζω το βάρος τού σώματος μου στα γόνατα σε ένδειξη σεβασμού, ικεσίας, υποταγής
2. αναγκάζω ή κάνω κάποιον να γονατίσει («ἐγονάτισε τὸν Ἰσαὰκ τὸν υἱόν του»)
νεοελλ.
1. πέφτω στα γόνατα από πίεση ή πόνο («κι από το σφίγμα τών ποδιώ τ' άλογα γονατίσα»)
2. εξασθενώ ή συντρίβομαι από βάσανα, κακουχίες κ.λπ.
3. τιμωρώ κάποιον αναγκάζοντάς τον να γονατίσει πάνω σε χαλίκια
αρχ.
χτυπώ ή σπρώχνω κάποιον με το γόνατο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γονατίζω — γονατίζω, γονάτισα, γονατισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • γονατίζω — γονάτισα, γονατισμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να πέσει στα γόνατα: Ο πυγμάχος γονάτισε τον αντίπαλό του. 2. μτφ., ταπεινώνω, καταβάλλω: Ο στρατός γονάτισε τον εχθρό. 3. αμτβ., πέφτω στα γόνατα: Ο πιστός γονάτισε μπροστά στη θαυματουργή εικόνα. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γονατίζει — γονατίζω thrust with the knee pres ind mp 2nd sg γονατίζω thrust with the knee pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονατίζοντα — γονατίζω thrust with the knee pres part act neut nom/voc/acc pl γονατίζω thrust with the knee pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονατίζουσι — γονατίζω thrust with the knee pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) γονατίζω thrust with the knee pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονατίσαι — γονατίζω thrust with the knee aor inf act γονατίσαῑ , γονατίζω thrust with the knee aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονατίζειν — γονατίζω thrust with the knee pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονατίζοντες — γονατίζω thrust with the knee pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονατίζων — γονατίζω thrust with the knee pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγονάτισεν — γονατίζω thrust with the knee aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”